ευθυμογράφημα

ευθυμογράφημα
το, -ατος
αστείο, εύθυμο, ευχάριστο ανάγνωσμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευθυμογράφημα — το [ευθυμογραφώ] 1. εύθυμο, ευτράπελο ανάγνωσμα, ιδιαίτερα σε περιοδικό 2. ανόητο δημοσίευμα για σοβαρό θέμα …   Dictionary of Greek

  • ευθυμογραφικός — ή, ό [ευθυμογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευθυμογραφία ή στο ευθυμογράφημα …   Dictionary of Greek

  • Καραμπατσάκης, Εμμανουήλ — (Αθήνα 1935 –). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος συνεργαζόμενος με τις εφημερίδες Θεσσαλονίκη και Μακεδονία, το διεθνές ειδησεογραφικό πρακτορείο ειδήσεων Associated Press, το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ), το… …   Dictionary of Greek

  • ευθυμογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ευθυμογράφημα: Ευθυμογραφικό ύφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”